- υάκινθος
- I
Γένος φυτών. Βλ. λ. ζουμπούλι.II
Υάκινθος ο ανατολικός.
Διαφανές, κιτρινέρυθρο ορυκτό, που αποτελεί παραλλαγή του ζιρκόνιου. Βρίσκεται στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του Εσπαλύ, στον Άνω Λείγηρα, και κατατάσσεται στην κατηγορία των πολύτιμων λίθων.* * *ο / ὑάκινθος, ΝΜΑ, και ως θηλ. ὑάκινθος, ἡ, Α1. βολβόρριζο φυτό με ωραίο άρωμα και όμορφα άνθη, γένος, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη, με 30 περίπου είδη, κυριότερο από τα οποία είναι ο ανατολικός υάκινθος, από τον οποίο προέρχονται όλες οι καλλιεργούμενες ποικιλίες, κν. γνωστές σήμερα ως ζουμπούλια ή γιούλια2. ως κύριο όν. ο Υάκινθοςμυθ. i) προελληνικός θεός τής γονιμότητας, τής βλάστησης και τού κάτω κόσμου, που αργότερα ταυτίστηκε με τον Απόλλωναii) ήρωας που αναγεννιόταν μετά από τον θάνατό του, όπως ακριβώς και η φύση, και που αργότερα η παράδοση τόν παρουσιάζει ως ωραιότατο νεανία, χάριν τού οποίου ο Θάμυρυς εφεύρε την παιδεραστία και τον οποίο ερωτεύθηκαν επίσης ο Ζέφυρος και ο Απόλλωννεοελλ.(ορυκτ.) α) ορυκτό, παραλλαγή τού ζιρκονίου, που είναι πολύτιμος λίθοςβ) ποικιλία τού κρυσταλλικού χαλαζία2. φρ. «υάκινθος τού νερού»βοτ. κοινή ονομασία τών καλλιεργούμενων καλλωπιστικών φυτών τού γένους εϊχόρνιααρχ.1. το φυτό δελφίνιο το αιάντιο, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, φύτρωσε από το αίμα τού νεαρού Υακίνθου, τον οποίο άθελά του σκότωσε ο Απόλλων με τον δίσκο του που ο Ζέφυρος εξέτρεψε από την κανονική του πορεία, λόγω αντιζηλίας, ή από το αίμα τού Αίαντος τού Τελαμωνίου2. (κυρίως στον θηλ. τ.) είδος πολύτιμου λίθου με κυανό χρώμα, πιθ. το ζαφείρι («λήψονται τὸ χρυσίον καὶ τὴν ὑάκινθον», ΠΔ)3. ονομασία μιας απόχρωσης τού κυανού χρώματος4. φρ. «ὑάκινθος πορφυρέη»πιθ. είδος κρίνου, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Lilium martagon.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ὑάκινθος (από αρχικό τ. Fάκινθος με αντιπροσώπευση τού -F- στη φωνηεντική του μορφή ως -υ-) είναι πιθ. δάνεια από κάποια γλώσσα, πιθ. μεσογειακή, όπως και το συγγενές λατ. vaccinium, είδος θαμνοειδούς φυτού].
Dictionary of Greek. 2013.